σκηνή

σκηνή
σκην-ή, [dialect] Dor. [full] σκᾱνά, (not in Hom., who uses κλισίη (q.v.)).
I tent, booth, IG12.314.110, E.Hec.1289;

ἐπὶ σκηναῖς . . ναυτικαῖς S.Aj. 3

; σκηνῆς ἔνδον ib.218 (anap.); ὑπὸ σκηναῖσι ib.754; σκηνῆς ὕπαυλος ib.796;

σκηνὴν ποιήσαντες Th.2.34

;

πηξάμενοι Hdt.6.12

, cf. And.4.30;

ἵστασθαι X.Cyr.8.5.3

; τὰς σ. καταλύειν, διαλύειν, strike camp, Plb.6.40.2, Paus.10.25.3;

σ. δερματίνη PCair.Zen.13.14

(iii B.C.); but also σ. μάλα ἰσχυρῶν ξύλων hut, D.Chr.7.23; booth in the marketplace, Ar.Th.658, D.18.169 (both pl.), Theoc.15.16;

σκανὰν ἐμ Πυλαίᾳ τὰν πρώταν ὑπάρχειν αὐτῷ SIG422.11

(Delph., iii B.C.): pl., camp, A. Eu.686, Ar.Pax731, X.An.3.5.7.
2 σκηνὰς ἐς ἱεράς to the holy tabernacle, E.Ion 806, cf. 1129, LXX Ex.26.1, al.
II stage-building as background for plays, Pl.Lg.817c, Poll.4.123 sqq., Vitr.5.6.1;

τῆς σ. τὸ τέγος IG11(2).161

A115, cf. D127 (Delos, iii B.C.), 153.14 (ibid.); τραγικὴ ς. a sort of πῆγμα, such as that from which the prologue of A.Ag. is perhaps spoken, X.Cyr.6.1.54, Plu.Demetr.44, Suid. s.v. τραγικὴ ς.
2 οἱ ἀπὸ τῆς σ. [ἥρωες] heroes represented on the stage, D.18.180; οἱ ἀπὸ σκηνῆς actors, players, opp. χορός, Arist.Pr.922b17; also

οἱ περὶ σκηνήν Plu.Galb.16

;

οἱ ἐπὶ σκηνῆς Alciphr.3.65

codd., cf. Luc.Nec.16; cf. σκηνικός and v. infr. 111.1b.
3 τὸ ἐπὶ τῆς σκηνῆς μέρος that which is actually represented on the stage, Arist.Po.1459b25; τὰ ἀπὸ τῆς σκηνῆς (sc. ᾄσματα), songs or odes sung by one of the actors standing on the stage (not by the chorus), ib.1452b18;

τὰ μὲν ἀπὸ τῆς σ. οὐκ ἀντίστροφα, τὰ δὲ τοῦ χοροῦ ἀντίστροφα Id.Pr.918b27

.
4 metaph., stage-effect, acting, unreality, σκηνὴ πᾶς ὁ βίος 'all the world's a stage', AP10.72 (Pall.);

ἡ σ. τοῦ βίου Max.Tyr.7.10

; theatrical trick, deception, J.BJ2.21.2, Hdn.3.12.3
.
III tented cover, tilt of a wagon or carriage, X. Cyr.6.4.11, D.S.20.25, Plu.Them.26;

σ. τροχήλατοι A.Pers.1000

(lyr.); also, bed-tester, D.41.11.
b metaph., τὸν ὑπὸ (prob. cj. for ἐπὶ) σκηνῆς βίον the hidden life, Luc.Icar.21.
2 in large ships, state-cabin on the poop, Poll.1.89, Palaeph.29;

τῶν συριῶν ὑπὲρ τὴν σ. οὐσῶν PHib.1.38.7

(iii B.C.); ἀποκαταστήσω [τὸν σῖτον] ἐπὶ σκηνήν ib.86.8 (iii B.C.).
IV entertainment given in tents, banquet, X. Cyr.2.3.1, 4.2.34, etc.;

σ. δημοσία Id.Lac.15.4

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκηνή — tent fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • σκηνῇ — σκηνάω banqueters pres subj mp 2nd sg (doric) σκηνάω banqueters pres ind mp 2nd sg (doric) σκηνάω banqueters pres subj act 3rd sg (doric) σκηνάω banqueters pres ind act 3rd sg (doric) σκηνάω banqueters pres subj mp 2nd sg (epic ionic) σκηνάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνή — η 1. πρόχειρο στέγασμα από πανί, τσαντίρι: Οι στρατιώτες έστησαν τις σκηνές τους κάτω από δέντρα. 2. μέρος του θεάτρου πιο ψηλά από την πλατεία όπου παίζουν οι ηθοποιοί. 3. τμήμα ενός θεατρικού έργου: Η πρώτη πράξη αυτού του έργου περιλαμβάνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκήνη — σκῆνος hut neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκῆνος hut neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκηνάω banqueters pres imperat act 2nd sg (doric) σκηνάω banqueters pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σκηνάω banqueters imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκηνή του μαρτυρίου — Όρος της Π. Διαθήκης με τον οποίο χαρακτηριζόταν ο φορητός ναός, που αποτελούνταν από ξύλινο πλαίσιο σκεπασμένο με παραπετάσματα και τον οποίο οι Ισραηλίτες έφεραν μαζί τους στις περιπλανήσεις τους στην έρημο. Μέσα σε αυτόν υπήρχε η Κιβωτός της… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Σκηνή — Το πρώτο ελληνικό θεατρικό σχήμα που λειτούργησε ως Σωματείο (ομάδα καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας), ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην ανανέωση της ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας. Η Ν.Σ. ιδρύθηκε από τον συγγραφέα, μεταφραστή και σκηνοθέτη… …   Dictionary of Greek

  • σκηνῆι — σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres subj mp 2nd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres ind mp 2nd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres subj act 3rd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres ind act 3rd sg (doric) σκηνῇ , σκηνάω banqueters pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηναῖς — σκηνή tent fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηναῖσι — σκηνή tent fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηναῖσιν — σκηνή tent fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”